υδροχαριτίδες

υδροχαριτίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια υδρόβιων αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών με 16 είδη και με τυπικό εκπρόσωπο το γένος υδρόχαρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrocharitidae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμνόβιος — α, ο (Α λιμνόβιος, ον) αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιμνόβιο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, βραχύ… …   Dictionary of Greek

  • υδροχαριτώδη — και υδροχαρώδη, τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει την οικογένεια υδροχαριτίδες, φυτών υδρόβιων τών γλυκών και αλμυρών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrocharitales (< υδρ[ο] * + χάρις, ιτος)] …   Dictionary of Greek

  • υδρόχαρις — η / ὑδρόχαρις, άριτος, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες τής τάξης υδροχαριτώδη και περιλαμβάνει έξι περίπου υδρόβια είδη τού Παλαιού Κόσμου και τής Αυστραλίας αρχ. όνομα βατράχου στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”